- κυκλοφορία
- circulation
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
κυκλοφορία — κυκλοφορίᾱ , κυκλοφορία circular motion fem nom/voc/acc dual κυκλοφορίᾱ , κυκλοφορία circular motion fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυκλοφορίᾳ — κυκλοφορίᾱͅ , κυκλοφορία circular motion fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυκλοφορία — η (Α κυκλοφορία) [κυκλοφορώ] η κυκλική κίνηση νεοελλ. 1. μετακίνηση, κίνηση («αυτή την ώρα στους δρόμους υπάρχει μεγάλη κυκλοφορία αυτοκινήτων») 2. μεταβίβαση, συναλλαγή («κυκλοφορία τού χρήματος») 3. έκδοση και πώληση εντύπου («κυκλοφορία τών… … Dictionary of Greek
κυκλοφορία — η 1. κυκλική κίνηση: Είναι θέμα κυκλοφορίας του αίματος. 2. «κυκλοφορία εφημερίδων, περιοδικών κ.ά.», ο δείχτης κατανάλωσής τους. 3. «κυκλοφορία τροχοφόρων», η κίνηση των τροχοφόρων στους δρόμους της πόλης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οδική κυκλοφορία — Η κίνηση οχημάτων και πεζών στους διάφορους δρόμους, η οποία διέπεται από ορισμένους κανόνες, για την ασφαλέστερη και ταχύτερη διακίνηση. Στην Ελλάδα, όπως και σε άλλες χώρες, η κίνηση αυτή ρυθμίζεται από τον Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, ο οποίος… … Dictionary of Greek
κυκλοφορίας — κυκλοφορίᾱς , κυκλοφορία circular motion fem acc pl κυκλοφορίᾱς , κυκλοφορία circular motion fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυκλοφορίαι — κυκλοφορίᾱͅ , κυκλοφορία circular motion fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυκλοφορίαν — κυκλοφορίᾱν , κυκλοφορία circular motion fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυκλοφοριῶν — κυκλοφορία circular motion fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… … Dictionary of Greek
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek